- έξω
- και όξω (AM ἔξω)επίρρ.1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω»)2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.)3. (σε δήλωση εξαιρέσεως) παρεκτός, εξόν (α. «έξω από ψωμί και τυρί δεν έχουμε τίποτ' άλλο» β. «ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα ἔξω σεῡ», Ηρόδ.)4. φρ. «έξω φρενών» — με απώλεια τού ελέγχου τής ψυχραιμίας και τής λογικής («έγινε έξω φρενών όταν τό άκουσε»)νεοελλ.1. πέρα από κάθε λογική («και μένα σκλάβο του έξω νου και νόμου», Γρυπάρης)2. (αποτρεπτική ευχή) «έξω από μάς», «εξαποδώ, έξω απ' εδώ»3. (με ουδ. άρθρο) το έξωτο εξωτερικό μέρος ενός αντικειμένου («το έξω τού αβγού»)4. στο εξωτερικό («έκανε μεταπτυχιακές σπουδές έξω»)5. φρ. α) «γυρίζω τα μέσα έξω»(για ρούχα) γυρίζω την ανάποδη πλευρά τού υφάσματος για καλήβ) «έξω έξω» — στην άκρη, στο χείλοςγ) «τό ρίχνω έξω» — παραμελώ τις υποθέσεις μου και διασκεδάζωδ) «πέφτω έξω»i) (για πλοίο) εξοκέλλωii) αποτυγχάνω σε μια επιχείρηση («έπεσε έξω με τις δουλειές του»)iii) κάνω λάθος («τόν πέρασα για βλάκα, μα έπεσα έξω»)ε) «μια κι έξω» — χωρίς διακοπή ή επανάληψηστ) «η έξω κατάσταση» — η εξωτερική πολιτική κατάστασηζ) «στα μέσα και στα έξω» — για πρόσωπο τής απόλυτης εμπιστοσύνης που ασχολείται με όλες τις υποθέσειςη) «έξω φτώχεια» — απαλλαχτήκαμε από τη φτώχεια6. παροιμ. «έξω από τή μανίκα μου, κι ας είναι κι η μανίτσα μου»αρχ.-μσν.1. (με άρθρο ως επίθ.) ο έξωαυτός που βρίσκεται έξω, μακριά («ἐπεβούλευον τοῑς ἔξω τῆς πόλεως τῶν Πλαταιῶν», Θουκ.)2. ο άσχετος με τη χριστιανική πίστη, εθνικός («τῇ ἔξω συγγενέσθαι φιλοσοφία»)αρχ.1. (με γεν.) πέρα από κάποιον ή κάτι («ἔξω τοξεύματος»)2. (με γεν.) μακριά («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῑν γλυκύ», Σοφ.)3. ο άσχετος με κάτι («ἔξω τοῡ πολέμου», Θουκ.)4. εξωτερικός, αυτός που αναφέρεται στις χώρες τού εξωτερικού5. (για χρόνο) ύστερα, μετά («ἔξω τῆς ἡλικίας ὑμῶν»)6. φρ. α) «ἔξω στηλέων θάλασσα» — η πέρα από το Γιβραλτάρ θάλασσα, ο Ατλαντικός»β) «δρῶ ἔξω τινός» — κάνω κάτι που δεν συμφωνεί με τον τρόπο κάποιου («οὐδὲν ἔξω τοῡ φυτεύσαντος σύ γε δρᾱς», Σοφ.)γ) «ἔξω νοῡ» — μακριά από φροντίδες, βάσαναδ) «κάμνω ἔξω νοῡ» — αδιαφορώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ω κατά τα είσ-ω / έσω (< εις) και άν-ω (< ανά) με αναλογικώς επίσης σχηματισμένα παραθετικά εξω-τέρω, εξω-τάτω. Ως α συνθετικό η λ. μαρτυρείται σπανιότερα σε μτγν. τύπους (πρβλ. εξωφάκαι, εξώγλουτοι), συχνότερα όμως σε νεοελληνικούς (πρβλ. εξωμήτριος, εξωστρεφής). Στον τ. όξω το ο- οφείλεται σε αφομοίωση. Η λ. έξω ως πρόθεση που δηλώνει εξαίρεση χρησιμοποιείται πολλές φορές στη νέα Ελληνική αντί τού εκτός (πρβλ. λ.χ. «έξω απ' αυτό δεν χρειάζομαι τίποτ' άλλο»).ΠΑΡ. εξώτατος, εξώτερος, εξωτικόςαρχ.-μσν.έξωθενμσν.- νεοελλ.έξωθι.ΣΥΝΘ. εξώβλητος, έξωμοςαρχ.εξώγλουτος, εξωμίας, εξωφανής, εξώφορος, εξωφυλλίζω, εξωχείριος, έξωχροςαρχ.-μσν.εξώπυλοςμσν.εξώκαρπος, εξώμερον, εξωπίαστος, εξωπουλώ, εξωπράτης, εξωστατώμσν.- νεοελλ.εξώπροικα, εξωφεύγωνεοελλ.εξωαισθητικός, εξώγαμος, εξωγενής, εξώγλωσσος, εξωγναθία, εξώδερμα, εξωδερμίδα, εξώδικος, εξωθερμικός, εξωθυμοπηγία. εξώθυρα, εξωθυρεοπηγία, εξωθωρακικός, εξωκαννιβαλισμός, εξωκαρδία, εξώκαστρο(ν), εξωκατάκοιλοι, εξωκκλήσιο(ν), εξωκοινοβουλευτικός, εξωκοιτώ, εξωκράνιος, εξωκρινής, εξώλαμπρα, εξωμάχος, εξωμερίτης, εξωμήτριος, εξωνάρθηξ, εξώπασχα, εξώπλασμα, εξωποδίδιο, εξώπορτα, εξωσάρκιο, εξωσπληνοπηγία, εξωσπόριο, εξώστεγο, εξωστρεφής, εξώστρωμα, εξωσχολικός, εξωτάρσιος, εξώφθαλμος, εξωφρενικός, εξώφυλλο].
Dictionary of Greek. 2013.